ταραχώδης

ταραχώδης
-ες / ταραχώδης, -ῶδες, ΝΑ [ταραχή]
γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος»)
αρχ.
1. α) (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσει να προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός («ταραχώδης και στασιαστής άνήρ», Διον. Αλ.)
β) (για πράγμ.) αυτός που ταράζει, που προξενεί φόβο ή ανησυχία («ταραχώδεις ἐλπίδες», Επίκ.)
2. συγκεχυμένος, αβέβαιος
3. (για τον νου) αυτός που βρίσκεται σε σύγχυση
4. (για την κοιλιά) αυτός που υποφέρει από διάρροια
5. (για υγρό) θολός.
επίρρ...
ταραχωδώς / ταραχωδῶς ΝΜΑ
με ταραχώδη τρόπο, σε κατάσταση ταραχής, σύγχυσης
αρχ.
φρ. α) «ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινας» — το να είναι κανείς διατεθειμένος εχθρικά προς κάποιον (Πλούτ., Νικόλ. Δαμ.)
β) «ταραχωδῶς ὑπειληφέναι περί τινος» — έχω συγκεχυμένη γνώμη για κάτι (Ισοκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταραχώδης — given to troubling masc/fem acc pl (attic epic doric) ταραχώδης given to troubling masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ταραχώδης given to troubling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ταραγμένος, ανήσυχος: Ταραχώδης ύπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραχωδέστερον — ταραχώδης given to troubling adverbial comp ταραχώδης given to troubling masc acc comp sg ταραχώδης given to troubling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχώδει — ταραχώδης given to troubling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ταραχώδης given to troubling masc/fem/neut dat sg ταραχώδεϊ , ταραχώδης given to troubling dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχώδη — ταραχώδης given to troubling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταραχώδης given to troubling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ταραχώδης given to troubling masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχωδέστατα — ταραχώδης given to troubling adverbial superl ταραχώδης given to troubling neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχωδέστατον — ταραχώδης given to troubling masc acc superl sg ταραχώδης given to troubling neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῶδες — ταραχώδης given to troubling masc/fem voc sg ταραχώδης given to troubling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχώδεα — ταραχώδης given to troubling neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταραχώδης given to troubling masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχώδεις — ταραχώδης given to troubling masc/fem acc pl ταραχώδης given to troubling masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”